πυργίδιον

πυργίδιον
πυργ-ίδιον [ῐδ], τό, Dim. of πύργος, Ar.Eq.793; as a farm-building, IG22.2776.15,24.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυργιδίοις — πυργίδιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Επιπυργιδία — Ἐπιπυργιδία, ἡ (Α) [πυργίδιον] (ως επίθ. τής Εκάτης και τής Αρτέμιδος στην Αθήνα) αυτή που βρίσκεται πάνω στους πύργους …   Dictionary of Greek

  • πυργίδιο — το / πυργίδιον, ΝΜΑ (με υποκορ. σημ.) μικρός πύργος, πυργί αρχ. οικία απομονωμένη σε αγροικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. σφαιρ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”